λεσβιασμός

λεσβιασμός
ο [λεσβιάζω]
ο λεσβιακός έρωτας, η ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες, τριβαδισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειτοριδισμός — ο 1. παθολογική στύση τής κλειτορίδας ανάλογη με τον πριαπισμό. τού άνδρα 2. τριβαδισμός, λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clitorism < clitor (πρβλ. κλειτορίς, ίδ ος) + ism (πρβλ. ισ μός)] …   Dictionary of Greek

  • πλακομούνι — το, Ν ερωτική πράξη μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός, τριβαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + μουνί] …   Dictionary of Greek

  • σαπφικός — ή, ό / σαπφικός, ή, όν, ΝΑ [Σαπφώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Λέσβια ποιήτρια Σαπφώ ή στην ποίησή της («σαπφικά ποιήματα») νεοελλ. φρ. «σαπφικός έρωτας» έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός …   Dictionary of Greek

  • σαπφισμός — ο, Ν λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapphism < Σαπφώ + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • τριβαδισμός — και τριβασμός, ο, Ν λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tribadisme (< tribade < τριβάδα) + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • λεσβία — Η ομοφυλόφιλη γυναίκα. Ο όρος προέρχεται από την αρχαία ποιήτρια Σαπφώ, η οποία καταγόταν από τη Λέσβο και, σύμφωνα με την παράδοση, συνήθιζε να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τις μαθήτριές της. Το γεγονός, όμως, όπως πιστεύουν οι νεότεροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”